θησαυροδότης

θησαυροδότης
θησαυροδότης, ὁ (Μ)
(για τον Ιησού) αυτός που παρέχει θησαυρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θησαυρός + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης, κατα-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”